ἀφῃρημένοι

ἀφῃρημένοι
ἀφαιρέω
take away from
perf part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αφηρημένος — και αφαιρεμένος, η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. του αφαιρώ) 1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωμένη την προσοχή του σε κάτι 2. μη καθορισμένος ή συγκεκριμένος, αόριστος 3. «αφηρημένα ουσιαστικά» αυτό που δηλώνουν έννοιες και όχι όντα ή αντικείμενα 4.… …   Dictionary of Greek

  • άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… …   Dictionary of Greek

  • Λα Μπριγιέρ, Ζαν ντε- — (Jean de La Bruyère, Παρίσι 1645 – Βερσαλίες 1696). Γάλλος συγγραφέας. Ήταν γιος δημοσίου υπαλλήλου και σπούδασε νομικά στην Ορλεάνη. Αφού εξάσκησε για μικρό χρονικό διάστημα τη δικηγορία, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε αρχικά ως… …   Dictionary of Greek

  • Σόργκε, Ράιναρντ Γιοχάννες — (Sorge). Γερμανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Ρίξντορφ, Βερολίνο 1892 στη μάχη, κοντά στο Άλμπενκουρτ 1916). Το 1911 πρωτοδημοσίευσε ένα μικρό ποίημα που εμπνεύστηκε από το Νίτσε, με τον τίτλο Ζαρατούστρα, μια έμπνευση. Αμέσως μετά… …   Dictionary of Greek

  • αφηρημένος — αφηρημένος, η, ο και αφαιρεμένος, η, ο 1. αυτός που δεν προσέχει σε ό,τι κάνει ή λέει ή γίνεται γύρω του, γιατί η σκέψη του πλανιέται αλλού: Δε σε είδα στο δρόμο, γιατί, φαίνεται, ήμουν αφαιρεμένος. 2. (φιλοσ.), «αφηρημένες έννοιες», αυτές που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”